μαστοειδής

μαστοειδής
μαστο-ειδής, ές,
A like a breast, Arist.HA 529a18;

πλακοῦς Sosib.

ap. Ath.3.115a; λόφος μ. a small round hill, Plb.5.70.6;

πέτρα D.S.17.75

; ἀποφύσεις mastoid processes, Gal.UP 11.20; ἐκφύσεις (in the womb) Diocl.Fr.27.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μαστοειδής — like a breast masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαστοειδής — ές 1. αυτός που είναι όμοιος με μαστό, αυτός που έχει σχήμα μαστού 2. φρ. «μαστοειδής απόφυση» ανατ. η απόφυση τού κατώτερου και οπίσθιου μέρους τού κροταφικού οστού, στην οποία καταφύονται πολλοί μύες τού λαιμού και η οποία περιέχει κοιλότητες,… …   Dictionary of Greek

  • μαστοειδής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που μοιάζει με μαστό: Μαστοειδής απόφυση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαστοειδής απόφυση — Απόφυση του κροταφικού οστού, σχήματος πυραμίδας, στην οποία προσφύονται οι μύες που στρέφουν το κεφάλι. Στο εσωτερικό της υπάρχουν πολυάριθμες μικρές κοιλότητες, οι μαστοειδείς κυψέλες, η ανάπτυξη των οποίων ποικίλλει στα διάφορα άτομα και… …   Dictionary of Greek

  • μαστοειδῆ — μαστοειδής like a breast neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) μαστοειδής like a breast masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) μαστοειδής like a breast masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαστοειδεῖς — μαστοειδής like a breast masc/fem acc pl μαστοειδής like a breast masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαστοειδές — μαστοειδής like a breast masc/fem voc sg μαστοειδής like a breast neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαστοειδοῦς — μαστοειδής like a breast masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαστοειδέσι — μαστοειδής like a breast masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαστοειδέσιν — μαστοειδής like a breast masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαστοειδῶν — μαστοειδής like a breast masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”